Category | English | Greek | |
---|---|---|---|
auxiliary verb | clear-sighted | οξυδερκής |
You must clear the table. | Πρέπει να καθαρίσεις το τραπέζι. | ||
You must clear the table. | Πρέπει να καθαρίσετε το τραπέζι. | ||
His position is quite clear. | Η θέση του είναι αρκετά σαφής. | ||
Let me make my position clear. | Ας αποσαφηνίσω τη θέση μου. | ||
Let me make my position clear. | Άσε με να αποσαφηνίσω τη θέση μου. |