Category | English | Greek | |
---|---|---|---|
adjective | thorn-tree | αγκάθι-δέντρο |
My house is next to the big tree. | Το σπίτι μου είναι δίπλα στο μεγάλο δέντρο. | ||
The flying squirrel came flying down from the tree. | Ο ιπτάμενος σκίουρος κατέβηκε πετώντας από το δέντρο. | ||
The tree is straight. | Το δέντρο είναι ίσιο. | ||
The tree is crooked. | Το δέντρο είναι στραβό. | ||
The tree is green. | Το δέντρο είναι πράσινο. |